Romelu Lukaku: I've Got Some Things to Say
Romelu Lukaku says some Belgians 'want to see me fail'
*Για το κείμενο αυτό χρησιμοποίησα σαν πηγές μου το BBC και ένα άρθρο της Novasports και το The Players Tribune από όπου και πρωτοδημοσιεύθηκε το θέμα.
Μια ιστορία που μοιάζει με παραμύθι. Μια ιστορία που ξεκίνησε από το ναδίρ κι έφτασε στο ζενίθ. Μια ιστορία με πίκρα, δάκρυ πόνο, αλλά και αγώνα και δικαίωση και καταξίωση.
Μια ιστορία που μοιάζει με παραμύθι. Μια ιστορία που ξεκίνησε από το ναδίρ κι έφτασε στο ζενίθ. Μια ιστορία με πίκρα, δάκρυ πόνο, αλλά και αγώνα και δικαίωση και καταξίωση.
Θα μπορούσε άνετα να γυριστεί και ταινία. Είναι απλά η ζωή του Ρομέλου Λουκάκου, όπως την διηγήθηκε στο «playerstribune». Κι ειλικρινά αξίζει να την απολαύσετε…. Ξεκινάει κάπως έτσι….
Θα μπορούσε άνετα να γυριστεί και ταινία. Είναι απλά η ζωή του Ρομέλου Λουκάκου, όπως την διηγήθηκε στο «playerstribune». Κι ειλικρινά αξίζει να την απολαύσετε…. Ξεκινάει κάπως έτσι….
ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ
Θυμάμαι ακριβώς την μέρα που δεν είχαμε να φάμε. Θυμάμαι ακριβώς την έκφραση στο πρόσωπο της μητέρας μου μπροστά στην ανοικτή πόρτα του ψυγείου.
Ήμουν έξι χρονών και γύρισα σπίτι για κολατσιό στο διάλειμμα από το σχολείο. Κάθε μέρα τρώγαμε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ψωμί και γάλα. Όταν είσαι παιδί δεν το σκέφτεσαι αλλά κατάλαβα ότι απλά αυτά ήταν εκείνα που μπορούσαμε να είχαμε.
Κάποια μέρα γύρισα σπίτι και μπήκα μέσα στην κουζίνα και είδα την μητέρα μου να κρατά ένα μπουκάλι γάλα όπως συνήθως. Όμως το κοίταζε παράξενα και το κούναγε πάνω κάτω. Μετά χαμογελώντας ήρθε να μου βάλει στο ποτήρι σα να μην συνέβαινε τίποτε. Όμως κατάλαβα. Το είχε ανακατέψει με νερό. Δεν είχαμε χρήματα για να κρατήσει το μπουκάλι όλη την βδομάδα. Ήμασταν άποροι. Όχι απλά φτωχοί, άποροι.
Ο πατέρας μου υπήρξε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, αλλά στο τέλος της καριέρας του δεν είχε καθόλου χρήματα. Το πρώτο που κόψαμε θυμάμαι ήταν η καλωδιακή τηλεόραση. Τέλος το ποδόσφαιρο, τα γκολ, το ματς της ημέρας, το σήμα.
Μετά γύρισα ένα βράδυ σπίτι και δεν άναβαν τα φώτα. Δεν είχαμε ηλεκτρικό για 2-3 βδομάδες κατά διαστήματα. Ήθελα να κάνω μπάνιο αλλά δεν είχε ζεστό νερό. Η μητέρα μου ζέσταινε μια κατσαρόλα στο γκάζι και έρχονταν με μια κούπα και μου έριχνε στο κεφάλι.
Υπήρχαν μέρες όπου η μητέρα μου πήγαινε στο φούρνο κι έπαιρνε ψωμί βερεσέ. Οι ιδιοκτήτες την ήξεραν όπως ήξεραν κι εμένα και τον μικρό αδερφό μου. Έτσι της έδιναν πολύ ψωμί τη Δευτέρα κι εκείνη το πλήρωνε την Παρασκευή.
Καταλάβαινα ότι παραπαίαμε. Αλλά όταν είδα για πρώτη φορά να αναμιγνύει το γάλα με το νερό συνειδητοποίησα ότι όλα είχαν τελειώσει. Αυτή ήταν η ζωή μας.
Ποτέ δεν είπα τίποτε, δεν ήθελα να την στεναχωρήσω ή να την αγχώσω. Αλλά ορκίστηκα στον Θεό, έδωσα μια υπόσχεση στον εαυτό μου εκείνη την μέρα. Ήταν σα να αφυπνίστηκα. Ήξερα ξαφνικά τι έπρεπε να κάνω και τι ακριβώς θα έκανα.
Δεν μπορούσα να βλέπω την μητέρα μου να ζει έτσι. Όχι τη μητέρα μου, σε καμιά περίπτωση.
Ήμουν έξι χρονών και γύρισα σπίτι για κολατσιό στο διάλειμμα από το σχολείο. Κάθε μέρα τρώγαμε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ψωμί και γάλα. Όταν είσαι παιδί δεν το σκέφτεσαι αλλά κατάλαβα ότι απλά αυτά ήταν εκείνα που μπορούσαμε να είχαμε.
Κάποια μέρα γύρισα σπίτι και μπήκα μέσα στην κουζίνα και είδα την μητέρα μου να κρατά ένα μπουκάλι γάλα όπως συνήθως. Όμως το κοίταζε παράξενα και το κούναγε πάνω κάτω. Μετά χαμογελώντας ήρθε να μου βάλει στο ποτήρι σα να μην συνέβαινε τίποτε. Όμως κατάλαβα. Το είχε ανακατέψει με νερό. Δεν είχαμε χρήματα για να κρατήσει το μπουκάλι όλη την βδομάδα. Ήμασταν άποροι. Όχι απλά φτωχοί, άποροι.
Ο πατέρας μου υπήρξε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, αλλά στο τέλος της καριέρας του δεν είχε καθόλου χρήματα. Το πρώτο που κόψαμε θυμάμαι ήταν η καλωδιακή τηλεόραση. Τέλος το ποδόσφαιρο, τα γκολ, το ματς της ημέρας, το σήμα.
Μετά γύρισα ένα βράδυ σπίτι και δεν άναβαν τα φώτα. Δεν είχαμε ηλεκτρικό για 2-3 βδομάδες κατά διαστήματα. Ήθελα να κάνω μπάνιο αλλά δεν είχε ζεστό νερό. Η μητέρα μου ζέσταινε μια κατσαρόλα στο γκάζι και έρχονταν με μια κούπα και μου έριχνε στο κεφάλι.
Υπήρχαν μέρες όπου η μητέρα μου πήγαινε στο φούρνο κι έπαιρνε ψωμί βερεσέ. Οι ιδιοκτήτες την ήξεραν όπως ήξεραν κι εμένα και τον μικρό αδερφό μου. Έτσι της έδιναν πολύ ψωμί τη Δευτέρα κι εκείνη το πλήρωνε την Παρασκευή.
Καταλάβαινα ότι παραπαίαμε. Αλλά όταν είδα για πρώτη φορά να αναμιγνύει το γάλα με το νερό συνειδητοποίησα ότι όλα είχαν τελειώσει. Αυτή ήταν η ζωή μας.
Ποτέ δεν είπα τίποτε, δεν ήθελα να την στεναχωρήσω ή να την αγχώσω. Αλλά ορκίστηκα στον Θεό, έδωσα μια υπόσχεση στον εαυτό μου εκείνη την μέρα. Ήταν σα να αφυπνίστηκα. Ήξερα ξαφνικά τι έπρεπε να κάνω και τι ακριβώς θα έκανα.
Δεν μπορούσα να βλέπω την μητέρα μου να ζει έτσι. Όχι τη μητέρα μου, σε καμιά περίπτωση.
ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
Οι άνθρωποι στο ποδόσφαιρο αρέσκονται να μιλούν για πνευματική δύναμη. Λοιπόν να ξέρετε ότι είμαι ο δυνατότερος που μπορεί να συναντήσετε στην ζωή σας. Γιατί θυμάμαι να είμαστε στα σκοτάδια και να προσευχόμαστε με τον αδερφό και τη μητέρα μου, σκεπτόμενος, πιστεύοντας, ξέροντας ότι θα τα καταφέρω.
Κράτησα την υπόσχεση μέσα μου, αλλά κάποιες φορές γύριζα από το σχολείο κι έβλεπα την μητέρα μου να κλαίει. Έτσι μια μέρα της είπα: «Μητέρα θ’ αλλάξει αυτό. Θα τελειώσει. Θα παίξω ποδόσφαιρο στην Άντερλεχτ και αυτό θα γίνει σύντομα. Θα είμαστε καλά. Δεν θα χρειάζεται ν’ ανησυχείς για τίποτε». Ήμουν έξι χρονών.
Ρώτησα τον πατέρα μου από ποια ηλικία μπορεί κάποιος να παίξει μπάλα. Μου απάντησε από τα 16. Ωραία είπα, από τα 16 λοιπόν. Θα το έκανα.
Θα σου πω κάτι. Κάθε αγώνας που έπαιξα ήταν σαν τελικός. Όταν έπαιζα στο πάρκο ήταν τελικός. Όταν έπαιζα με τους φίλους στο σχολείο ήταν τελικός. Προσπαθούσα να σκίσω την μπάλα κάθε φορά που σούταρα. Με όλη μου τη δύναμη. Ήθελα να ισοπεδώσω τους πάντες. Δεν είχα παιχνίδια, δεν είχα φινέτσα, δεν είχα πλέι-στέσιον. Προσπαθούσα απλά να «σκοτώσω».
Οι άνθρωποι στο ποδόσφαιρο αρέσκονται να μιλούν για πνευματική δύναμη. Λοιπόν να ξέρετε ότι είμαι ο δυνατότερος που μπορεί να συναντήσετε στην ζωή σας. Γιατί θυμάμαι να είμαστε στα σκοτάδια και να προσευχόμαστε με τον αδερφό και τη μητέρα μου, σκεπτόμενος, πιστεύοντας, ξέροντας ότι θα τα καταφέρω.
Κράτησα την υπόσχεση μέσα μου, αλλά κάποιες φορές γύριζα από το σχολείο κι έβλεπα την μητέρα μου να κλαίει. Έτσι μια μέρα της είπα: «Μητέρα θ’ αλλάξει αυτό. Θα τελειώσει. Θα παίξω ποδόσφαιρο στην Άντερλεχτ και αυτό θα γίνει σύντομα. Θα είμαστε καλά. Δεν θα χρειάζεται ν’ ανησυχείς για τίποτε». Ήμουν έξι χρονών.
Ρώτησα τον πατέρα μου από ποια ηλικία μπορεί κάποιος να παίξει μπάλα. Μου απάντησε από τα 16. Ωραία είπα, από τα 16 λοιπόν. Θα το έκανα.
Θα σου πω κάτι. Κάθε αγώνας που έπαιξα ήταν σαν τελικός. Όταν έπαιζα στο πάρκο ήταν τελικός. Όταν έπαιζα με τους φίλους στο σχολείο ήταν τελικός. Προσπαθούσα να σκίσω την μπάλα κάθε φορά που σούταρα. Με όλη μου τη δύναμη. Ήθελα να ισοπεδώσω τους πάντες. Δεν είχα παιχνίδια, δεν είχα φινέτσα, δεν είχα πλέι-στέσιον. Προσπαθούσα απλά να «σκοτώσω».
ΤΟ ΜΠΟΥΛΙΝΓΚ
Όταν άρχισα να ψηλώνω κάποιοι από τους καθηγητές και τους γονείς άρχισαν να με αγχώνουν. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που άκουσα ένα ενήλικα να λέει «Πόσο χρονών είσαι εσύ; Πότε γεννήθηκες;»
Κι απαντούσα: «Τι; Με κοροϊδεύετε;».
Όταν ήμουν 11 ετών έπαιζα στις μικρές ομάδες της Λιρς κι ένας γονέας από την άλλη ομάδα κυριολεκτικά προσπάθησε να με σταματήσει πριν μπω στον αγωνιστικό χώρο φωνάζοντας «Πόσο χρονών είναι αυτό το παιδί; Που είναι η ταυτότητα του; Από πού είναι;».
Είχα κλονιστεί. Τι σήμαινε από πού είμαι. Γεννήθηκα στην Άντβερπ, είμαι Βέλγος.
Ο πατέρας μου δεν ήταν εκεί γιατί δεν είχε αυτοκίνητο και δεν μπορούσε να έρθει στα εκτός έδρας ματς. Ήμουν μόνος κι έπρεπε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Πήγα και πήρα την ταυτότητα μου από την τσάντα μου και την έδειχνα σε όλους τους γονείς. Την έδιναν ο ένας στον άλλο και την εξέταζαν και θυμάμαι το αίμα μου να βράζει. Και το μόνο που σκέφτηκα ήταν «Με τσαντίσατε τώρα. Θα… τσακίσω τους γιους σας ακόμη πιο πολύ. Τώρα θα τους καταστρέψω. Θα επιστρέψετε σπίτι με τα παιδιά σας να κλαίνε».
Όταν άρχισα να ψηλώνω κάποιοι από τους καθηγητές και τους γονείς άρχισαν να με αγχώνουν. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που άκουσα ένα ενήλικα να λέει «Πόσο χρονών είσαι εσύ; Πότε γεννήθηκες;»
Κι απαντούσα: «Τι; Με κοροϊδεύετε;».
Όταν ήμουν 11 ετών έπαιζα στις μικρές ομάδες της Λιρς κι ένας γονέας από την άλλη ομάδα κυριολεκτικά προσπάθησε να με σταματήσει πριν μπω στον αγωνιστικό χώρο φωνάζοντας «Πόσο χρονών είναι αυτό το παιδί; Που είναι η ταυτότητα του; Από πού είναι;».
Είχα κλονιστεί. Τι σήμαινε από πού είμαι. Γεννήθηκα στην Άντβερπ, είμαι Βέλγος.
Ο πατέρας μου δεν ήταν εκεί γιατί δεν είχε αυτοκίνητο και δεν μπορούσε να έρθει στα εκτός έδρας ματς. Ήμουν μόνος κι έπρεπε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Πήγα και πήρα την ταυτότητα μου από την τσάντα μου και την έδειχνα σε όλους τους γονείς. Την έδιναν ο ένας στον άλλο και την εξέταζαν και θυμάμαι το αίμα μου να βράζει. Και το μόνο που σκέφτηκα ήταν «Με τσαντίσατε τώρα. Θα… τσακίσω τους γιους σας ακόμη πιο πολύ. Τώρα θα τους καταστρέψω. Θα επιστρέψετε σπίτι με τα παιδιά σας να κλαίνε».
Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ
Ήθελα να γίνω ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του Βελγίου. Αυτός ήταν ο στόχος μου. Όχι καλός, όχι σπουδαίος, αλλά ο καλύτερος. Έπαιζα με τόσο θυμό γιατί είχα πολλά μέσα μου. Γιατί έτρεχαν τα ποντίκια μέσα στο σπίτι μου. Γιατί δεν μπορούσα να δω τηλεόραση. Για τον τρόπο με τον οποίο με κοίταζαν. Είχα μια αποστολή.
Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΠΑΠΠΟΥΣ
Όταν ήμουν 12 ετών σημείωσα 76 γκολ σε 34 παιχνίδια. Τα σημείωσα όλα φορώντας τα παπούτσια του πατέρα μου.
Μια μέρα τηλεφώνησα στον παππού μου, τον πατέρα της μητέρας μου. Ήταν ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα της ζωής μου. Ήταν η επαφή μου με το Κονγκό απ’ όπου κατάγονται οι γονείς μου. Του είπα ότι σημείωσα 76 γκολ και ότι πλέον οι μεγάλες ομάδες με πρόσεχαν. Συνήθως ήθελε ν’ ακούσει τα νέα μου γύρω από την μπάλα, όμως εκείνη την φορά μου είπε: «Θέλω να μου κάνεις μια χάρη». Του απάντησα ότι θες παππού και μου είπε «θέλω να προσέχεις την κόρη μου». Δεν κατάλαβα. Τι ήθελε να μου πει, τι εννοούσε;
Ο παππούς επέμεινε. «Μου το υπόσχεσαι; Θα το κάνεις; Θα προσέχεις το παιδί μου;» Του απάντησα ναι παππού στο υπόσχομαι. Πέντε μέρες αργότερα πέθανε. Και τότε κατάλαβα τι ακριβώς εννοούσε. Στεναχωριέμαι απίστευτα όταν το θυμάμαι γιατί ήθελα να είχε ζήσει λίγο περισσότερο να με δει να παίζω στην Άντερλεχτ. Να δει ότι κράτησα την υπόσχεση μου κι ότι όλα πήγαν καλά.
Τα κατάφερα στα 16 μου χρόνια, όπως το είχα πει στην μητέρα μου. Άργησα απλά 11 μέρες.
Ήθελα να γίνω ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του Βελγίου. Αυτός ήταν ο στόχος μου. Όχι καλός, όχι σπουδαίος, αλλά ο καλύτερος. Έπαιζα με τόσο θυμό γιατί είχα πολλά μέσα μου. Γιατί έτρεχαν τα ποντίκια μέσα στο σπίτι μου. Γιατί δεν μπορούσα να δω τηλεόραση. Για τον τρόπο με τον οποίο με κοίταζαν. Είχα μια αποστολή.
Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΠΑΠΠΟΥΣ
Όταν ήμουν 12 ετών σημείωσα 76 γκολ σε 34 παιχνίδια. Τα σημείωσα όλα φορώντας τα παπούτσια του πατέρα μου.
Μια μέρα τηλεφώνησα στον παππού μου, τον πατέρα της μητέρας μου. Ήταν ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα της ζωής μου. Ήταν η επαφή μου με το Κονγκό απ’ όπου κατάγονται οι γονείς μου. Του είπα ότι σημείωσα 76 γκολ και ότι πλέον οι μεγάλες ομάδες με πρόσεχαν. Συνήθως ήθελε ν’ ακούσει τα νέα μου γύρω από την μπάλα, όμως εκείνη την φορά μου είπε: «Θέλω να μου κάνεις μια χάρη». Του απάντησα ότι θες παππού και μου είπε «θέλω να προσέχεις την κόρη μου». Δεν κατάλαβα. Τι ήθελε να μου πει, τι εννοούσε;
Ο παππούς επέμεινε. «Μου το υπόσχεσαι; Θα το κάνεις; Θα προσέχεις το παιδί μου;» Του απάντησα ναι παππού στο υπόσχομαι. Πέντε μέρες αργότερα πέθανε. Και τότε κατάλαβα τι ακριβώς εννοούσε. Στεναχωριέμαι απίστευτα όταν το θυμάμαι γιατί ήθελα να είχε ζήσει λίγο περισσότερο να με δει να παίζω στην Άντερλεχτ. Να δει ότι κράτησα την υπόσχεση μου κι ότι όλα πήγαν καλά.
Τα κατάφερα στα 16 μου χρόνια, όπως το είχα πει στην μητέρα μου. Άργησα απλά 11 μέρες.
24 Μαίου 2009
Τελικός πλει-οφ Άντερλεχτ-Σταντάρ Λιέγης.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ
Εκείνη ήταν η πιο τρελή μέρα της ζωής μου. Γυρνώντας πίσω στην σεζόν στο ξεκίνημα έπαιζα με την ομάδα Κ19 της Άντερλεχτ. Ο προπονητής συνήθως με πέρναγε ως αλλαγή στα παιχνίδια. Κι εγώ νευρίαζα κι έλεγα πω θα μπορέσω να υπογράψω επαγγελματικό συμβόλαιο όταν αυτός ο προπονητής της Κ19 με βάζει ως αλλαγή;
Έτσι έβαλα ένα στοίχημα μαζί του. Του είπα ότι αν με βάλει βασικό θα σκοράρω 25 γκολ ως τον Δεκέμβριο. Γέλασε. Ουσιαστικά με κορόιδευε. Αλλά μετά σταμάτησε και μου είπε: «Ας βάλουμε στοίχημα λοιπόν. Αν όμως δεν τα βάλεις θα κάθεσαι μόνιμα στον πάγκο».
«Έγινε του απάντησα και συνέχισα. Αν τα βάλω όμως θα καθαρίσεις όλα τα πούλμαν της ομάδας». Μου είπε εντάξει. Και πριν φύγει πρόσθεσα.
«Επειδή μου αρέσουν, θα φτιάχνεις τηγανίτες για μένα κι όλη την ομάδα, κάθε μέρα».
Ήταν το καλύτερο στοίχημα που είχε βάλει ποτέ άνθρωπος στην γη.
Σκόραρα 25 γκολ ως το Νοέμβριο. Τρώγαμε τηγανίτες πριν από τα Χριστούγεννα!!! Του έδωσα ένα μάθημα. Δεν παίζεις μ’ ένα πεινασμένο παιδί.
ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ
Υπέγραψα το πρώτο επαγγελματικό μου συμβόλαιο με την Άντερλεχτ την μέρα των γενεθλίων μου, στις 13 Μαΐου. Πήγα αμέσως και αγόρασα όλο το πακέτο της καλωδιακής τηλεόρασης με όλα τα αθλητικά. Το βελγικό πρωτάθλημα ήταν τρελό εκείνη την σεζόν. Η Άντερλεχτ και η Σταντάρ Λιέγης είχαν τελειώσει ισόβαθμες. Έτσι ο τίτλος θα κρίνονταν σε δύο μεταξύ τους ματς. Στο πρώτο ματς ήμουν εκτός και το έβλεπα σπίτι μου στην τηλεόραση σαν οπαδός.
Μια μέρα πριν από τον επαναληπτικό δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον προπονητή της ομάδας των αναπληρωματικών. Μου είπε να ετοιμαστώ γιατί με ήθελα η πρώτη ομάδα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω.
Τελικός πλει-οφ Άντερλεχτ-Σταντάρ Λιέγης.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ
Εκείνη ήταν η πιο τρελή μέρα της ζωής μου. Γυρνώντας πίσω στην σεζόν στο ξεκίνημα έπαιζα με την ομάδα Κ19 της Άντερλεχτ. Ο προπονητής συνήθως με πέρναγε ως αλλαγή στα παιχνίδια. Κι εγώ νευρίαζα κι έλεγα πω θα μπορέσω να υπογράψω επαγγελματικό συμβόλαιο όταν αυτός ο προπονητής της Κ19 με βάζει ως αλλαγή;
Έτσι έβαλα ένα στοίχημα μαζί του. Του είπα ότι αν με βάλει βασικό θα σκοράρω 25 γκολ ως τον Δεκέμβριο. Γέλασε. Ουσιαστικά με κορόιδευε. Αλλά μετά σταμάτησε και μου είπε: «Ας βάλουμε στοίχημα λοιπόν. Αν όμως δεν τα βάλεις θα κάθεσαι μόνιμα στον πάγκο».
«Έγινε του απάντησα και συνέχισα. Αν τα βάλω όμως θα καθαρίσεις όλα τα πούλμαν της ομάδας». Μου είπε εντάξει. Και πριν φύγει πρόσθεσα.
«Επειδή μου αρέσουν, θα φτιάχνεις τηγανίτες για μένα κι όλη την ομάδα, κάθε μέρα».
Ήταν το καλύτερο στοίχημα που είχε βάλει ποτέ άνθρωπος στην γη.
Σκόραρα 25 γκολ ως το Νοέμβριο. Τρώγαμε τηγανίτες πριν από τα Χριστούγεννα!!! Του έδωσα ένα μάθημα. Δεν παίζεις μ’ ένα πεινασμένο παιδί.
ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ
Υπέγραψα το πρώτο επαγγελματικό μου συμβόλαιο με την Άντερλεχτ την μέρα των γενεθλίων μου, στις 13 Μαΐου. Πήγα αμέσως και αγόρασα όλο το πακέτο της καλωδιακής τηλεόρασης με όλα τα αθλητικά. Το βελγικό πρωτάθλημα ήταν τρελό εκείνη την σεζόν. Η Άντερλεχτ και η Σταντάρ Λιέγης είχαν τελειώσει ισόβαθμες. Έτσι ο τίτλος θα κρίνονταν σε δύο μεταξύ τους ματς. Στο πρώτο ματς ήμουν εκτός και το έβλεπα σπίτι μου στην τηλεόραση σαν οπαδός.
Μια μέρα πριν από τον επαναληπτικό δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον προπονητή της ομάδας των αναπληρωματικών. Μου είπε να ετοιμαστώ γιατί με ήθελα η πρώτη ομάδα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω.
Έφυγα σαν τρελός κι έφτασα αμέσως στο γήπεδο. Μπήκα τρέχοντας στ’ αποδυτήρια. Ο φροντιστής γέλασε και μου είπε. «Μικρέ τι αριθμό θέλεις στην φανέλα;».
Του απάντησα, δώσε μου την φανέλα με το 9 ή 10.
Γέλασε και μου είπε ότι οι παίκτες της Ακαδημίας έπρεπε να πάρουν νούμερα από το 30 και πάνω. Οπότε διάλεξα το 36. Τέσσερις φορές το 9.
Εκείνο το βράδυ στο ξενοδοχείο οι παλαιότεροι παίκτες μ’ έβαλαν να τραγουδάω την ώρα που έτρωγαν. Δεν θυμάμαι πιο τραγούδι είπα. Ήμουν τόσο χαρούμενος που το κεφάλι μου γύριζε.
Όταν φτάσαμε στο γήπεδο την άλλη μέρα και κατεβήκαμε από το πούλμαν όλοι οι παίκτες φορούσαν ωραία κι ακριβά κουστούμια, εκτός από μένα. Εγώ φορούσα μια παλιά φόρμα της ομάδας κι όλες οι κάμερες έπεσαν πάνω μου. Η απόσταση ως τα’αποδυτήρια ήταν 300 μέτρα. Τρία λεπτά περπάτημα. Όταν μπήκα στ’ αποδυτήρια το τηλέφωνο μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελό. Όλοι οι φίλοι μου με είχαν δει στην τηλεόραση. Είχα 25 μηνύματα σ’ ένα λεπτό. Τρέλα.
Μπήκα αλλαγή στο 63ο λεπτό. Ήμουν 16 ετών και 11 ημερών. Χάσαμε τον τελικό αλλά εγώ πετούσα στα σύννεφα. Ήταν η στιγμή που είχα κρατήσει την υπόσχεση στον παππού μου, ήξερα ότι όλα θα πάνε καλά.
Την επόμενη χρονιά τελείωνα το Λύκειο κι έπαιζα στο Γιουρόπα Λιγκ. Πήγαινα στην τάξη με μια τεράστια τσάντα γιατί το απόγευμα πετάγαμε για κάποια άλλη χώρα.
Πήραμε το πρωτάθλημα άνετα κι ήμουν ο δεύτερος καλύτερος παίκτης της Αφρικής.
Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Ήμουν σίγουρος ότι θα τα κατάφερνα αλλά ίσως όχι τόσο γρήγορα. Ξαφνικά όλα τα φώτα της δημοσιότητας ήταν πάνω μου, Περίμεναν όλοι πολλά, ειδικά στην Εθνική Ομάδα στην οποία η αλήθεια είναι ότι δεν έπαιζα καλά για κάποιο λόγο. Το δούλευα όμως.
Και με τα χρόνια έγινα καλύτερος. Μην τρελαθούμε, ήμουν 17, 18, 19 χρονών!!!
Γελούσα όμως με κάποια δημοσιεύματα. Όταν πήγαινα καλά, με αποκαλούσαν Ρομέλου Λουκάκου, σέντερ φορ του Βελγίου. Όταν δεν έπαιζα καλά με έλεγαν Ρομέλου Λουκάκου, ο Βέλγος επιθετικός με καταγωγή από το Κονγκό.
Είμαι Βέλγος. Υπάρχουν πολλοί μετανάστες στην χώρα, αλλά είμαστε Βέλγοι. Αυτό μας ενώνει.
Κι απορώ που υπάρχουν κάποιοι συμπατριώτες μου που θέλουν να με δουν να αποτυγχάνω. Όταν πήγα δανεικός στην Αγγλία στην Γουέστ Μπρόμιτς και δεν ήμουν καλά, γελούσαν μαζί μου.
Αλλά δεν πειράζει. Αυτοί δεν ήταν μαζί μου όταν έτρεχαν τα νερά μέσα στο σπίτι μου κι μούχλιαζαν οι τοίχοι. Δεν ήταν μαζί μου όταν δεν είχα τίποτε.
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Δώδεκα χρόνια όμως μετά εγώ έπαιζα στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Και τώρα αγωνίζομαι σ’ ένα ακόμη Παγκόσμιο Κύπελλο. Κι αυτή την φορά απλά θα το διασκεδάσω. Η ζωή είναι μικρή για στεναχώριες και δράματα. Ο κόσμος μπορεί να λέει ότι θέλει και για μένα και για την ομάδα.
Όταν ήμουν μικρός δεν είχα τηλεόραση να δω τον Τιερί Ανρί. Τώρα μαθαίνω συνεχώς κάθε μέρα μαζί του. Στέκομαι δίπλα σ’ ένα θρύλο και μου μαθαίνει πώς να βγαίνω στον κενό χώρο όπως έκανε εκείνος. Αυτό για μένα είναι ότι ομορφότερο.
Του απάντησα, δώσε μου την φανέλα με το 9 ή 10.
Γέλασε και μου είπε ότι οι παίκτες της Ακαδημίας έπρεπε να πάρουν νούμερα από το 30 και πάνω. Οπότε διάλεξα το 36. Τέσσερις φορές το 9.
Εκείνο το βράδυ στο ξενοδοχείο οι παλαιότεροι παίκτες μ’ έβαλαν να τραγουδάω την ώρα που έτρωγαν. Δεν θυμάμαι πιο τραγούδι είπα. Ήμουν τόσο χαρούμενος που το κεφάλι μου γύριζε.
Όταν φτάσαμε στο γήπεδο την άλλη μέρα και κατεβήκαμε από το πούλμαν όλοι οι παίκτες φορούσαν ωραία κι ακριβά κουστούμια, εκτός από μένα. Εγώ φορούσα μια παλιά φόρμα της ομάδας κι όλες οι κάμερες έπεσαν πάνω μου. Η απόσταση ως τα’αποδυτήρια ήταν 300 μέτρα. Τρία λεπτά περπάτημα. Όταν μπήκα στ’ αποδυτήρια το τηλέφωνο μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελό. Όλοι οι φίλοι μου με είχαν δει στην τηλεόραση. Είχα 25 μηνύματα σ’ ένα λεπτό. Τρέλα.
Μπήκα αλλαγή στο 63ο λεπτό. Ήμουν 16 ετών και 11 ημερών. Χάσαμε τον τελικό αλλά εγώ πετούσα στα σύννεφα. Ήταν η στιγμή που είχα κρατήσει την υπόσχεση στον παππού μου, ήξερα ότι όλα θα πάνε καλά.
Την επόμενη χρονιά τελείωνα το Λύκειο κι έπαιζα στο Γιουρόπα Λιγκ. Πήγαινα στην τάξη με μια τεράστια τσάντα γιατί το απόγευμα πετάγαμε για κάποια άλλη χώρα.
Πήραμε το πρωτάθλημα άνετα κι ήμουν ο δεύτερος καλύτερος παίκτης της Αφρικής.
Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Ήμουν σίγουρος ότι θα τα κατάφερνα αλλά ίσως όχι τόσο γρήγορα. Ξαφνικά όλα τα φώτα της δημοσιότητας ήταν πάνω μου, Περίμεναν όλοι πολλά, ειδικά στην Εθνική Ομάδα στην οποία η αλήθεια είναι ότι δεν έπαιζα καλά για κάποιο λόγο. Το δούλευα όμως.
Και με τα χρόνια έγινα καλύτερος. Μην τρελαθούμε, ήμουν 17, 18, 19 χρονών!!!
Γελούσα όμως με κάποια δημοσιεύματα. Όταν πήγαινα καλά, με αποκαλούσαν Ρομέλου Λουκάκου, σέντερ φορ του Βελγίου. Όταν δεν έπαιζα καλά με έλεγαν Ρομέλου Λουκάκου, ο Βέλγος επιθετικός με καταγωγή από το Κονγκό.
Είμαι Βέλγος. Υπάρχουν πολλοί μετανάστες στην χώρα, αλλά είμαστε Βέλγοι. Αυτό μας ενώνει.
Κι απορώ που υπάρχουν κάποιοι συμπατριώτες μου που θέλουν να με δουν να αποτυγχάνω. Όταν πήγα δανεικός στην Αγγλία στην Γουέστ Μπρόμιτς και δεν ήμουν καλά, γελούσαν μαζί μου.
Αλλά δεν πειράζει. Αυτοί δεν ήταν μαζί μου όταν έτρεχαν τα νερά μέσα στο σπίτι μου κι μούχλιαζαν οι τοίχοι. Δεν ήταν μαζί μου όταν δεν είχα τίποτε.
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Δώδεκα χρόνια όμως μετά εγώ έπαιζα στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Και τώρα αγωνίζομαι σ’ ένα ακόμη Παγκόσμιο Κύπελλο. Κι αυτή την φορά απλά θα το διασκεδάσω. Η ζωή είναι μικρή για στεναχώριες και δράματα. Ο κόσμος μπορεί να λέει ότι θέλει και για μένα και για την ομάδα.
Όταν ήμουν μικρός δεν είχα τηλεόραση να δω τον Τιερί Ανρί. Τώρα μαθαίνω συνεχώς κάθε μέρα μαζί του. Στέκομαι δίπλα σ’ ένα θρύλο και μου μαθαίνει πώς να βγαίνω στον κενό χώρο όπως έκανε εκείνος. Αυτό για μένα είναι ότι ομορφότερο.
Απλά θα ήθελα να είναι εδώ ο παππούς μου. Δεν μιλάω για την Πρέμιερ Λιγκ, δεν μιλάω για την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ούτε για το Τσάμπιονς Λιγκ, ούτε για το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Δεν εννοώ αυτό. Ήθελα να δει απλά την ζωή που κάνουμε πλέον και τι απολαμβάνει η οικογένεια μας.
Θα έδινα τα πάντα για ένα ακόμη τηλεφώνημα μαζί του, για να του τα πω όλα.
Για να του πω ότι η κόρη του είναι μια χαρά. Ότι δεν κοιμόμαστε πια στο πάτωμα. Ότι δεν κρυώνουμε. Ότι είμαστε καλά.
Δεν χρειάζεται πια να τσεκάρουν την ταυτότητα μου. Γνωρίζουν ποιος είμαι!!!!
Δεν εννοώ αυτό. Ήθελα να δει απλά την ζωή που κάνουμε πλέον και τι απολαμβάνει η οικογένεια μας.
Θα έδινα τα πάντα για ένα ακόμη τηλεφώνημα μαζί του, για να του τα πω όλα.
Για να του πω ότι η κόρη του είναι μια χαρά. Ότι δεν κοιμόμαστε πια στο πάτωμα. Ότι δεν κρυώνουμε. Ότι είμαστε καλά.
Δεν χρειάζεται πια να τσεκάρουν την ταυτότητα μου. Γνωρίζουν ποιος είμαι!!!!
Geo
I've Got Some Things to Say
BY ROMELU LUKAKU
I didn’t say a word. I didn’t want her to stress. I just ate my lunch. But I swear to God, I made a promise to myself that day. It was like somebody snapped their fingers and woke me up. I knew exactly what I had to do, and what I was going to do.
I couldn’t see my mother living like that. Nah, nah, nah. I couldn’t have that.
People in football love to talk about mental strength. Well, I’m the strongest dude you’re ever going to meet. Because I remember sitting in the dark with my brother and my mom, saying our prayers, and thinking, believing, knowing … it’s going to happen.
I kept my promise to myself for a while. But then some days I’d come home from school and find my mum crying. So I finally told her one day, “Mum, it’s gonna change. You’ll see. I’m going to play football for Anderlecht, and it’s going to happen soon. We’ll be good. You won’t have to worry anymore.”
I was six.
I asked my father, “When can you start playing professional football?”
He said, “Sixteen.”
I said, “O.K., sixteen then.”
It was going to happen. Period.
Let me tell you something — every game I ever played was a Final. When I played in the park, it was a Final. When I played during break in kindergarten, it was a Final. I’m dead-ass serious. I used to try to tear the cover off the ball every time I shot it. Full power. We weren’t hitting R1, bro. No finesse shot. I didn’t have the new FIFA. I didn’t have a Playstation. I wasn’t playing around. I was trying to kill you.
When I started growing taller, some of the teachers and the parents would be stressing me. I’ll never forget the first time I heard one of the adults say, “Hey, how old are you? What year were you born?”
I’m like, What? Are you serious?
When I was 11 years old, I was playing for the Lièrse youth team, and one of the parents from the other team literally tried to stop me from going on the pitch. He was like, “How old is this kid? Where is his I.D.? Where is he from?”
I thought, Where am I from? What? I was born in Antwerp. I’m from Belgium.
My dad wasn’t there, because he didn’t have a car to drive to my away games. I was all alone, and I had to stand up for myself. I went and got my I.D. from my bag and showed it to all the parents, and they were passing it around inspecting it, and I remember the blood just rushing through me … and I thought, “Oh, I’m gonna kill your son even more now. I was already going to kill him, but now I’m gonna destroy him. You’re gonna drive the boy home crying now.”
I wanted to be the best footballer in Belgian history. That was my goal. Not good. Not great. The best. I played with so much anger, because of a lot of things … because of the rats running around in our apartment … because I couldn’t watch the Champions League … because of how the other parents used to look at me.
I was on a mission.
When I was 12, I scored 76 goals in 34 games.
I scored them all wearing my dad’s shoes. Once our feet got to be the same size, we used to share.
One day I called up my grandfather — my mum’s dad. He was one of the most important people in my life. He was my connection back to Congo, where my mum and dad are from. So I was on the phone with him one day, and I said, “Yeah, I’m doing really well. I scored 76 goals, and we won the league. The big teams are noticing me.”
And usually, he always wanted to hear about my football. But this time it was strange. He said, “Yeah, Rom. Yeah, that’s great. But can you do me a favor?”
I said, “Yeah, what is it?”
He said, “Can you look after my daughter, please?”
I remember being so confused. Like, what’s Grandad on about?
I said, “Mum? Yeah, we’re cool. We’re O.K.”
He said, “No, promise me. Can you promise me? Just look after my daughter. Just look after her for me, O.K.?”
I said, “Yeah, Granddad. I got it. I promise you.”
Five days later he passed away. And then I understood what he really meant.
It makes me so sad to think about, because I just wish that he could have lived another four years to see me play for Anderlecht. To see that I kept my promise, you know? To see that everything was going to be O.K.
I told my mum that I would make it at 16.
I was late by 11 days.
May 24, 2009.
The playoff final. Anderlecht vs. Standard Liège.
That was the craziest day of my life. But we have to back up for a minute. Because at the start of the season, I was barely playing for the Anderlecht U-19s. The coach had me coming off the bench. I’m like, “How the hell am I going to sign a pro contract on my 16th birthday if I’m still on the bench for the U-19s?”
So I made a bet with our coach.
I told him, “I’ll guarantee you something. If you actually play me, I’m going to score 25 goals by December.”
He laughed. He literally laughed at me.
I said, “Let’s make a bet then.”
He said, “O.K., but if you don’t score 25 by December, you’re going to the bench.”
I said, “Fine, but if I win, you’re going to clean all the minivans that take the players home from training.”
He said, “O.K., it’s a deal.”
I said, “And one more thing. You have to make pancakes for us every day.”
He said, “O.K., fine.”
That was the dumbest bet that man ever made.
I had 25 by November. We were eating pancakes before Christmas, bro.
Let that be a lesson. You don’t play around with a boy who’s hungry!
I signed my pro contract with Anderlecht on my birthday, May 13. Went straight out and bought the new FIFA and a cable package. It was already the end of the season, so I was at home chilling. But the Belgian league was crazy that year, because Anderlecht and Standard Liege had finished tied on points. So there was a two-leg playoff to decide the title.
During the first leg, I’m at home watching on TV like a fan.
Then the day before the second leg, I get a phone call from the coach of the reserves.
“Hello?”
“Hello, Rom. What are you doing?”
“About to go play football in the park.”
“No, no, no, no, no. Pack your bags. Right now.”
“What? What did I do?”
“No, no, no. You need to get to the stadium right now. The first team wants you now.”
“Yo …. What?! Me?!”
“Yeah, you. Come now.”
I literally sprinted into my dad’s bedroom and was like, “Yo! Get your ass up right now! We gotta go, man!”
He’s like, “Huh? What? Go where?”
I’m like, “ANDERLECHT, MAN.”
I’ll never forget, I showed up to the stadium, and I like pretty much ran into the dressing room and the kitman said, “O.K., kid, what number do you want?”
And I said, “Give me number 10.”
The kitman said, “O.K., kid, what number do you want?” And I said, “Give me number 10.”
Hahahaha! I don’t know. I was too young to be scared I guess.
He was like, “Academy players have to take 30 and above.”
I said, “O.K., well, three plus six equals nine, and that’s a cool number, so give me 36.”
That night at the hotel, the senior players made me sing a song for them at dinner. I can’t even remember what I picked. My head was spinning.
The next morning, my friend literally knocked on the door of my house to see if I wanted to play football and my mum was like, “He’s out playing.”
My friend said, “Playing where?”
My friend said, “Playing where?”
She said, “The final.”
We got off the bus at the stadium, and every single player walked in wearing a cool suit. Except me. I came off the bus wearing a terrible tracksuit, and all the TV cameras were right in my face. The walk to the locker room was like 300 meters. Maybe a three-minute walk. As soon as I put my foot in the locker room, my phone starts blowing up. Everybody had seen me on TV. I had 25 messages in three minutes. My friends were going crazy.
“Bro?! WHY ARE YOU AT THE GAME?!”
“Rom, what is happening? WHY ARE YOU ON TV?”
The only person I texted back was my best friend. I said, “Bro, I don’t know if I’m gonna play. I don’t know what’s going on. But just keep watching the TV.”
In the 63rd minute, the manager subbed me on.
I ran out onto the field for Anderlecht at 16 years and 11 days old.
We lost the final that day, but I was already in heaven. I made good on my promise to my mother and to my grandad. That was the moment I knew we were gonna be O.K.
The next season, I was still finishing up my last year of high school and playing in the Europa League at the same time. I used to have to take a big bag to school so I could catch a flight in the afternoon. We won the league by a mile, and I finished second for African Player of the Year. It was just … crazy.
I actually expected all that to happen, but maybe not so fast. All of sudden, the media was building me up, and putting all these expectations on me. Especially with the national team. For whatever reason, I just wasn’t playing well for Belgium. It wasn’t working out.
But, yo — come on. I was 17! 18! 19!
When things were going well, I was reading newspapers articles and they were calling me Romelu Lukaku, the Belgian striker.
When things weren’t going well, they were calling me Romelu Lukaku, the Belgian striker of Congolese descent.
If you don’t like the way I play, that’s fine. But I was born here. I grew up in Antwerp, and Liège and Brussels. I dreamed of playing for Anderlecht. I dreamed of being Vincent Kompany. I’ll start a sentence in French and finish it in Dutch, and I’ll throw in some Spanish or Portuguese or Lingala, depending on what neighborhood we’re in.
I’m Belgian.
We’re all Belgian. That’s what makes this country cool, right?
I don’t know why some people in my own country want to see me fail. I really don’t. When I went to Chelsea and I wasn’t playing, I heard them laughing at me. When I got loaned out to West Brom, I heard them laughing at me.
But it’s cool. Those people weren’t with me when we were pouring water in our cereal. If you weren’t with me when I had nothing, then you can’t really understand me.
You know what’s funny? I missed 10 years of Champions League football when I was a kid. We never could afford it. I would come into school and all the kids would be talking about the final, and I’d have no idea what happened. I remember back in 2002, when Madrid played Leverkusen, everybody was like, “The volley! Oh my God, the volley!”
I had to pretend like I knew what they were talking about.
Two weeks later, we were sitting in computer class, and one of my friends downloaded the video off the Internet, and I finally saw Zidane smash it into the top corner with his left.
That summer, I went over to his house so I could watch Ronaldo Fenomeno in the World Cup Final. Everything else from that tournament is just a story I heard from the kids at school.
Ha! I remember I had holes in my shoes in 2002. Big holes.
Twelve years later, I was playing in the World Cup.
Now I’m about to play in another World Cup, and you know what? I’m going to remember to have fun this time. Life is too short for the stress and the drama. People can say whatever they want about our team, and about me.
Man, listen — when we were kids, we couldn’t even afford to watch Thierry Henry on Match of the Day! Now I’m learning from him every day with the national team. I’m standing with the legend, in the flesh, and he’s telling me all about how to run into space like he used to do. Thierry might be the only guy in the world who watches more football than me. We debate everything. We’re sitting around and having debates about German second division football.
I’m like, “Thierry, have you seen the Fortuna Düsseldorf setup, though?”
He’s like, “Don’t be silly. Yes, of course.”
That’s the coolest thing in the world, to me.
I just really, really wish my grandad was around to witness this.
I’m not talking about the Premier League.
Not Manchester United.
Not the Champions League.
Not the World Cups.
That’s not what I mean. I just wish he was around to see the life we have now. I wish I could have one more phone call with him, and I could let him know …
“See? I told you. Your daughter is OK. No more rats in the apartment. No more sleeping on the floor. No more stress. We’re good now. We’re good …
… They don’t have to check the I.D. any more. They know our name.”
No comments:
Post a Comment